- τζινιά
- η, Νβλ. τσινιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελώνιο — Κατά τις δοξασίες των ανατολικών λαών, τα τ. είναι δαιμονικά όντα, προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη και όχι πάντα βλαβερά για τον άνθρωπο. Τους αρέσει να πειράζουν τους ανθρώπους. Μπαίνουν νύχτα στα σπίτια, παίρνουν αυτούς που… … Dictionary of Greek
τσινιά — και τζινιά, η, Ν κλοτσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ / τζινώ + κατάλ. ιά (πρβλ. τσιμπ ιά)] … Dictionary of Greek